- ανακριβολογώ
- (-έω)1. χρησιμοποιώ ανακρίβειες στους λόγους μου, ψεύδομαι2. δεν κυριολεκτώ, υποπίπτω σε ακυρολεξίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον εκπαιδευτικό-συγγραφέα Μαργαρίτη Δήμιτσα (1829-1903)].
Dictionary of Greek. 2013.